οβολοστάτης

οβολοστάτης
ὀβολοστάτης, -ου, ὁ, θηλ. ὀβολοστάτις, -ιδος (Α)
αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. ο αισχοκερδής δανειστής, ο τοκογλύφος («κλάετε ὀβολοστάται αὐτοί τε καὶ τἀρχαῑα καὶ τόκοι τόκων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + -στάτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα στα- τού ἵστημι, πρβλ. στάσις), πρβλ. θερμο-στάτης, λυχνο-στάτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀβολοστάτης — weigher of obols masc nom sg ὀβολοστατέω weigh obols imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολοστάται — ὀβολοστάτης weigher of obols masc nom/voc pl ὀβολοστάτᾱͅ , ὀβολοστάτης weigher of obols masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολοστατῶν — ὀβολοστάτης weigher of obols masc gen pl ὀβολοστατέω weigh obols pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολοστάτην — ὀβολοστάτης weigher of obols masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολοστάτις — ὀβολοστάτης weigher of obols fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολοστάτας — ὀβολοστάτᾱς , ὀβολοστάτης weigher of obols masc acc pl ὀβολοστάτᾱς , ὀβολοστάτης weigher of obols masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οβολοστατήρ — ὀβολοοτατήρ, ῆρος, ὁ (Α) οβολοστάτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + στατήρ] …   Dictionary of Greek

  • οβολοστατική — ὀβολοστατική, ἡ (Α) [οβολοστάτης] (ενν. τέχνη) το επάγγελμα τού οβολοστάτη, τού τοκογλύφου, δηλ. ο δανεισμός με τόκο …   Dictionary of Greek

  • οβολοστατώ — ὀβολοστατῶ, έω (Α) [οβολοστάτης] ζυγίζω οβολούς, δηλ. ασκώ το επάγγελμα τού τοκογλύφου («ἁρπάζουσιν, ἐπιορκοῡσι, τοκογλυφοῡσιν, ὀβολοστατοῡσι», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”